- θητώνιον
- θητ-ώνιον, τό, Tagelohn
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
θητώνιον — θητώνιον, τὸ (Α) μισθός, πληρωμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θής, γεν. θητ ός + ωνιον (< ώνιος «που μπορεί να αγοραστεί» < ωνούμαι «αγοράζω»), πρβλ. επ ώνιον, oψ ώνιον] … Dictionary of Greek
θητώνιον — hire neut nom/voc/acc sg θητωνέω hire imperf ind act 3rd pl (doric) θητωνέω hire imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θης — θής, τός, ὁ και θηλ. θῆσσα, αττ. τ. θῆττα (Α) 1. εργάτης ή δουλοπάροικος που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς τού κυρίου του και που διακρίνεται από τον δούλο 2. στον πληθ. οἱ θῆτες α) ακτήμονες, μισθωτοί εργάτες γης, που αποτελούσαν… … Dictionary of Greek
θητωνώ — θητωνῶ, έω (Α) [θητώνιον] παίρνω μισθό … Dictionary of Greek